μονοδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονοδάκτυλος]], -ον)<br />αυτός που έχει έναν μόνο [[δάκτυλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μονοδάκτυλος]]<br /><b>ζωολ.</b> αυτός που έχει ένα [[δάκτυλο]] σε [[κάθε]] [[άκρο]], όπως λ.χ. το [[άλογο]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονοδάκτυλος]], -ον)<br />αυτός που έχει έναν μόνο [[δάκτυλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μονοδάκτυλος]]<br /><b>ζωολ.</b> αυτός που έχει ένα [[δάκτυλο]] σε [[κάθε]] [[άκρο]], όπως λ.χ. το [[άλογο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονοδάκτῠλος:''' -ον, αυτός που έχει μόνο ένα [[δάκτυλο]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοδάκτῠλος Medium diacritics: μονοδάκτυλος Low diacritics: μονοδάκτυλος Capitals: ΜΟΝΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: monodáktylos Transliteration B: monodaktylos Transliteration C: monodaktylos Beta Code: monoda/ktulos

English (LSJ)

ον,

   A one-toed, Luc.VH1.23.

German (Pape)

[Seite 202] einfingerig, Luc. V. H. 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

μονοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα δάκτυλον, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a qu’un doigt.
Étymologie: μόνος, δάκτυλος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονοδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει έναν μόνο δάκτυλο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μονοδάκτυλος
ζωολ. αυτός που έχει ένα δάκτυλο σε κάθε άκρο, όπως λ.χ. το άλογο.

Greek Monotonic

μονοδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει μόνο ένα δάκτυλο, σε Λουκ.