μελίλωτον: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />mélilot, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[λωτός]]. | |btext=ου (τό) :<br />mélilot, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[λωτός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μελίλωτον:''' τό, επίσης μελί-λωτος, είδος τριφυλλιού, πλούσιο σε [[μέλι]], σε Κρατίν. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Peripl.M.Rubr.49, and μελῐ-λωτος, ὁ, Sapph. Supp.25.14, Thphr. HP7.15.3:—
A melilot, Trigonella graeca, a kind of clover, so called from the quantity of honey it contained, μ. ἀνθεμώδης Sapph. l.c., cf. Cratin.98, Arist. HA627a8, Thphr.l.c. 2 king's clover, Trigonella corniculata, Dsc.3.40. II a tree, acc. to Str.17.3.11. [ῐ: but ῑ Nic. Th.897.]
German (Pape)
[Seite 123] τό, auch μελίλωτος, ὁ, Melilotus, eine nach Honig riechende Kleeart; Arist. H. A. 9, 40; Theophr.; Philp. 1 (VII, 2) u. A.; vgl. Strab. XVII, 831. [Ι ist bei Nic. Ther. 987 in der Arsis lang.]
Greek (Liddell-Scott)
μελίλωτον: τό, ὡσαύτως μελίλωτος, ὁ, εἶδος λωτοῦ (τριφυλλίου) ἔχοντος ὀσμὴν μέλιτος· κατὰ τὸν Sibthorp ἐν Ζακύνθῳ ὀνομάζεται νυχάκι, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 7, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 40, 49, Θεόφρ. κλ. ΙΙ. δένδρον τι κατὰ τὸν Στράβ. 831. [ῐ· ἀλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Νικ. Θ. 897.]
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mélilot, plante.
Étymologie: μέλι, λωτός.
Greek Monotonic
μελίλωτον: τό, επίσης μελί-λωτος, είδος τριφυλλιού, πλούσιο σε μέλι, σε Κρατίν. κ.λπ.