μοχλευτής: Difference between revisions

From LSJ

οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ → wine clouds one's mind, wine clouds one's judgement

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μοχλευτής]], ὁ (Α) [[μοχλεύω]]<br />αυτός που υψώνει, μετακινεί ή μετατοπίζει [[κάτι]] χρησιμοποιώντας μοχλό.
|mltxt=[[μοχλευτής]], ὁ (Α) [[μοχλεύω]]<br />αυτός που υψώνει, μετακινεί ή μετατοπίζει [[κάτι]] χρησιμοποιώντας μοχλό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μοχλευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ανυψώνει [[κάτι]] με το [[εργαλείο]] του μοχλού, γῆς καὶ θαλάσσης [[μοχλευτής]], αυτός που κάνει τη γη και τη [[θάλασσα]] να ανυψώνονται, σε Αριστοφ.· <i>καινῶν ἐπῶνμοχλευτής</i>, αυτός που ανακινεί, που εμφανίζει [[νέες]] λέξεις, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοχλευτής Medium diacritics: μοχλευτής Low diacritics: μοχλευτής Capitals: ΜΟΧΛΕΥΤΗΣ
Transliteration A: mochleutḗs Transliteration B: mochleutēs Transliteration C: mochleftis Beta Code: moxleuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who heaves by a lever: hence Com. γῆς καὶ θαλάσσης μ. he who makes earth and sea to heave, Ar.Nu.567; ὦ καινῶν ἐπῶν . . μοχλευτά O thou who heavest up new words, ib.1397.

German (Pape)

[Seite 212] ὁ, der mit dem Hebel schwere Lasten hebt u. fortbewegt, Ar. γῆς καὶ θαλάσσης, Zeus, Nubb. 599, u. kom., καινῶν ἐπῶν κινητὰ καὶ μοχλευτά, neuer Worte Beweger u. Hebler, 1379; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μοχλευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ὑψώνων ἢ μετακινῶν διὰ μοχλοῦ· ἐντεῦθεν αἱ κωμ. φράσεις: γῆς καὶ θαλάσσης μ., ὁ ἀνακινῶν ἢ μετακινῶν γῆν καὶ θάλασσαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 567· καινῶν ἐπῶν... μοχλευτής, ὁ ἀνακινῶν, παρουσιάζων εἰς τὸ μέσον νέας λέξεις, ὁ αὐτ. ἐν 1397· πρβλ. Πόρσ. Εὐρ. Μήδ. 1314.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui soulève avec un levier.
Étymologie: μοχλεύω.

Greek Monolingual

μοχλευτής, ὁ (Α) μοχλεύω
αυτός που υψώνει, μετακινεί ή μετατοπίζει κάτι χρησιμοποιώντας μοχλό.

Greek Monotonic

μοχλευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που ανυψώνει κάτι με το εργαλείο του μοχλού, γῆς καὶ θαλάσσης μοχλευτής, αυτός που κάνει τη γη και τη θάλασσα να ανυψώνονται, σε Αριστοφ.· καινῶν ἐπῶνμοχλευτής, αυτός που ανακινεί, που εμφανίζει νέες λέξεις, στον ίδ.