νεουργής: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(26)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεουργής]], -ές (Α)<br />αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, καινουργιοφτειαγμένος, [[καινούργιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]])].
|mltxt=[[νεουργής]], -ές (Α)<br />αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, καινουργιοφτειαγμένος, [[καινούργιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεουργής:''' -ές, = ἡ [[νεουργία]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεουργής Medium diacritics: νεουργής Low diacritics: νεουργής Capitals: ΝΕΟΥΡΓΗΣ
Transliteration A: neourgḗs Transliteration B: neourgēs Transliteration C: neourgis Beta Code: neourgh/s

English (LSJ)

ές, = sq., Plu.Aem.5, Alciphr.3.57, Jul.Or.2.71c.

German (Pape)

[Seite 245] ές, = νεουργός; Plut. Aem. P. 5; Alciphr. 3, 57.

Greek (Liddell-Scott)

νεουργής: -ές, = τῷ ἑπομ., Πλούτ. Αἰμίλ. 5, Ἀλκίφρ. 3. 57.

Greek Monolingual

νεουργής, -ές (Α)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, καινουργιοφτειαγμένος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ουργής (< έργον)].

Greek Monotonic

νεουργής: -ές, = ἡ νεουργία, σε Πλούτ.