μικραίτιος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μικραίτιος]], -ον (Α)<br />αυτός που παραπονείται για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἴτιος]]. | |mltxt=[[μικραίτιος]], -ον (Α)<br />αυτός που παραπονείται για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἴτιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῑκραίτιος:''' -ον, αυτός που παραπονιέται για ασήμαντα πράγματα, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A complaining of trifles, easily provoked, Demetr.Lac.Herc.1055.24, Luc.Fug.19, Charito 6.6; amor μ. semper Plin.Ep.2.2.1.
German (Pape)
[Seite 183] um kleiner Dinge willen anklagend, Vorwürfe machend, Luc. Fugit. 19.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκραίτιος: -ον, ὁ παραπονούμενος περὶ μικρῶν καὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, Λουκ. Δραπέτ. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se plaint pour peu de chose, pointilleux.
Étymologie: μικρός, αἰτία.
Greek Monolingual
μικραίτιος, -ον (Α)
αυτός που παραπονείται για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + αἴτιος.
Greek Monotonic
μῑκραίτιος: -ον, αυτός που παραπονιέται για ασήμαντα πράγματα, σε Λουκ.