οἰκτρόγοος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκτρόγοος]], -ον (Α)<br />αυτός που θρηνεί με τρόπο που προκαλεί οίκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκτρός]] <span style="color: red;">+</span> [[γόος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αβρό</i>-<i>γοος</i>, <i>οξύ</i>-<i>γοος</i>)]. | |mltxt=[[οἰκτρόγοος]], -ον (Α)<br />αυτός που θρηνεί με τρόπο που προκαλεί οίκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκτρός]] <span style="color: red;">+</span> [[γόος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αβρό</i>-<i>γοος</i>, <i>οξύ</i>-<i>γοος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰκτρόγοος:''' -ον, αυτός που θρηνεί ελεεινά, εξαθλιωμένος, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A wailing piteously, piteous, λόγοι Pl.Phdr.267c.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτρόγοος: -ον, ὁ ἐκφράζων οἰκτρὸν γόον, οἰκτρογόων ἐπὶ γῆρας καὶ πενίαν ἑλκομένων λόγων Πλάτ. Φαῖδρ. 267C.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui gémit lamentablement.
Étymologie: οἰκτρός, γόος.
Greek Monolingual
οἰκτρόγοος, -ον (Α)
αυτός που θρηνεί με τρόπο που προκαλεί οίκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + γόος (πρβλ. αβρό-γοος, οξύ-γοος)].
Greek Monotonic
οἰκτρόγοος: -ον, αυτός που θρηνεί ελεεινά, εξαθλιωμένος, σε Πλάτ.