οἰκότως: Difference between revisions
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκότως]] (Α)<br />(επίρρ. ιων. τ. [[αντί]] [[ἐοικότως]]) [[πιθανώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἐοικότως]] (<b>βλ. λ.</b> [[έοικα]])]. | |mltxt=[[οἰκότως]] (Α)<br />(επίρρ. ιων. τ. [[αντί]] [[ἐοικότως]]) [[πιθανώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἐοικότως]] (<b>βλ. λ.</b> [[έοικα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰκότως:''' Ιων. επίρρ., από μτχ. παρακ. του [[οἰκώς]] (αντί [[ἐοικώς]]), εύλογα, πιθανόν, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. for ἐοικότως,
A reasonably, probably, Hdt.2.25, 7.50.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκότως: Ἰων. ἀντὶ ἐοικότως, ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ οἰκὼς (ἀντὶ ἐοικώς), λογικῶς, πιθανῶς, Ἡρόδ. 2. 25., 7. 50.
French (Bailly abrégé)
adv.
ion. c. ἐοικότως.
Greek Monolingual
οἰκότως (Α)
(επίρρ. ιων. τ. αντί ἐοικότως) πιθανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐοικότως (βλ. λ. έοικα)].
Greek Monotonic
οἰκότως: Ιων. επίρρ., από μτχ. παρακ. του οἰκώς (αντί ἐοικώς), εύλογα, πιθανόν, σε Ηρόδ.