οὐρεσιφοίτης: Difference between revisions
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(30) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οὐρεσιφοίτης]], ὁ, θηλ. οὐρεσιφοῑτις, -ίτιδος (Α)<br />αυτός που συχνάζει, που περιφέρεται στα όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>οὔρεσι</i> του [[οὖρος]], -<i>εος</i> (V), ιων. τ. του όρος (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i>)]. | |mltxt=[[οὐρεσιφοίτης]], ὁ, θηλ. οὐρεσιφοῑτις, -ίτιδος (Α)<br />αυτός που συχνάζει, που περιφέρεται στα όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>οὔρεσι</i> του [[οὖρος]], -<i>εος</i> (V), ιων. τ. του όρος (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οὐρεσιφοίτης:''' -ου, ὁ, = [[οὐρεόφοιτος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A mountain-haunting, ib.9.524.16,525.16 codd., etc.:—fem. οὐρεσῐ-φοῖτις, ιδος, Orph.H.1.8.
German (Pape)
[Seite 418] ὁ, = οὐρεόφοιτος, so heißen Bacchus u. Apollo, Hymn. (IX, 524. 525, 16).
Greek (Liddell-Scott)
οὐρεσιφοίτης: -ου, = οὐρεόφοιτος, Ἀνθ. Π. 9. 524., 525, 16 κτλ.· - θηλ. οὐρεσιφοῖτις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 7, Νόνν. Δ. 9. 76.
Greek Monolingual
οὐρεσιφοίτης, ὁ, θηλ. οὐρεσιφοῑτις, -ίτιδος (Α)
αυτός που συχνάζει, που περιφέρεται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι του οὖρος, -εος (V), ιων. τ. του όρος (ΙΙ) + -φοίτης (< φοιτῶ)].
Greek Monotonic
οὐρεσιφοίτης: -ου, ὁ, = οὐρεόφοιτος, σε Ανθ.