οὐρεόφοιτος
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
German (Pape)
[Seite 418] p. = ὀρεόφοιτος, die Berge durchwandelnd, in den Bergen hausend, Jacobs A. P. p. 82.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ion. c. ὀρείφοιτος.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρεόφοιτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀρεόφ-, ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη φοιτῶν, περιφερόμενος, Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 82· θηλ. -φοιτάς, άδος, Ἀνθ. Π. 11. 194.
Greek Monolingual
οὐρεόφοιτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που περιφέρεται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρος, -εος (V), ιων. τ. του όρος (ΙΙ) + -φοιτος (< φοιτῶ)].
Greek Monotonic
οὐρεόφοιτος: -ον, ποιητ. αντί ὀρεόφ- (φοιτάω), αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Ανθ.· θηλ. -φοιτάς, -άδος, στο ίδ.
Middle Liddell
[poetic for ὀρεόφφοιτος] φοιτάω
mountain haunting, Anth.: fem. -φοιτάς, άδος, Anth.