ὀψωνιασμός: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀψωνιασμός]], ὁ (Α) [[οψωνιάζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[οψωνιάζω]], [[προμήθεια]] τροφίμων<br /><b>2.</b> οι ζωοτροφές και ο [[μισθός]] του στρατεύματος. | |mltxt=[[ὀψωνιασμός]], ὁ (Α) [[οψωνιάζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[οψωνιάζω]], [[προμήθεια]] τροφίμων<br /><b>2.</b> οι ζωοτροφές και ο [[μισθός]] του στρατεύματος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀψωνιασμός:''' ὁ, [[εξοπλισμός]] με προμήθειες τροφίμων, εφόδια και [[μισθοδοσία]] στρατεύματος, σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A furnishing with provisions, Men.1050. 2 supplies and pay of an army, Plb.1.66.7, 1.69.7, D.H.8.68.
German (Pape)
[Seite 434] ὁ, Beköstigung, Verproviantirung, Sold, Pol. 1, 66, 7. 69, 7; vgl. Lob. Phryn. 420.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψωνιασμός: ὁ, τὸ ὀψωνεῖν, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 394, ἔνθα γράφεται καὶ ὀψωνισμός. 2) αἱ ζωοτροφίαι καὶ ὁ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 66, 7., 69. 7· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Φρυνίχου, σ. 418, ἴδε σημ. Λοβεκ. ἐν σ. 420, f.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 approvisionnement de vivres;
2 p. ext. solde militaire.
Étymologie: ὀψωνιάζω.
Greek Monolingual
ὀψωνιασμός, ὁ (Α) οψωνιάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οψωνιάζω, προμήθεια τροφίμων
2. οι ζωοτροφές και ο μισθός του στρατεύματος.
Greek Monotonic
ὀψωνιασμός: ὁ, εξοπλισμός με προμήθειες τροφίμων, εφόδια και μισθοδοσία στρατεύματος, σε Πολύβ.