πάμμικτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάμμικτος]] και πάμμεικτος, -ον (Α)<br />[[παμμιγής]] («πάμμικτον ὄχλον πέμπει [[σύρδην]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μικτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μ</i>[[ε]]<i>ιγνυμι</i>)].
|mltxt=[[πάμμικτος]] και πάμμεικτος, -ον (Α)<br />[[παμμιγής]] («πάμμικτον ὄχλον πέμπει [[σύρδην]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μικτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μ</i>[[ε]]<i>ιγνυμι</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάμμικτος:''' -ον, = το προηγ., σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:46, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμμικτος Medium diacritics: πάμμικτος Low diacritics: πάμμικτος Capitals: ΠΑΜΜΙΚΤΟΣ
Transliteration A: pámmiktos Transliteration B: pammiktos Transliteration C: pammiktos Beta Code: pa/mmiktos

English (LSJ)

ον,

   A = παμμιγής, ὄχλος A.Pers.53 (anap.); ἐπίκουροι ib.903 (lyr.), cf. Aq.Ps.77(78).45, Vett. Val.15.15.

German (Pape)

[Seite 454] = παμμιγής; ὄχλος, Aesch. Pers. 53; ἐπίκουροι, 870.

Greek (Liddell-Scott)

πάμμικτος: -ον, = παμμιγής, πάμμικτος ὄχλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 53, 904.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
formé d’éléments mêlés, confus.
Étymologie: πᾶν, μίγνυμι.

Greek Monolingual

πάμμικτος και πάμμεικτος, -ον (Α)
παμμιγής («πάμμικτον ὄχλον πέμπει σύρδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μικτός (< μειγνυμι)].

Greek Monotonic

πάμμικτος: -ον, = το προηγ., σε Αισχύλ.