παλιμμήκης: Difference between revisions

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλιμμήκης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει [[άλλο]] τόσο [[μήκος]], [[διπλάσιος]] στο [[μήκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]])].
|mltxt=[[παλιμμήκης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει [[άλλο]] τόσο [[μήκος]], [[διπλάσιος]] στο [[μήκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλιμμήκης:''' -ες ([[μῆκος]]), [[διπλάσιος]] στο [[μήκος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμμήκης Medium diacritics: παλιμμήκης Low diacritics: παλιμμήκης Capitals: ΠΑΛΙΜΜΗΚΗΣ
Transliteration A: palimmḗkēs Transliteration B: palimmēkēs Transliteration C: palimmikis Beta Code: palimmh/khs

English (LSJ)

ες,

   A as long again, doubly long, χρόνος A.Ag.196 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 448] χρόνος, doppelt, noch einmal so lang, Aesch. Ag. 189.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμμήκης: -ες, ἄλλο τόσον μακρός, διπλάσιος τὸ μῆκος, χρόνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 196.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de double longueur.
Étymologie: πάλιν, μῆκος.

Greek Monolingual

παλιμμήκης, -ες (Α)
αυτός που έχει άλλο τόσο μήκος, διπλάσιος στο μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -μήκης (< μῆκος)].

Greek Monotonic

πᾰλιμμήκης: -ες (μῆκος), διπλάσιος στο μήκος, σε Αισχύλ.