παλιντυχής: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(30)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλιντυχής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[δυστυχής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύχη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>τυχής</i>].
|mltxt=[[παλιντυχής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[δυστυχής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύχη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>τυχής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλιντῠχής:''' -ές ([[τύχη]]), αυτός που έχει αντίθετη [[τύχη]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντῠχής Medium diacritics: παλιντυχής Low diacritics: παλιντυχής Capitals: ΠΑΛΙΝΤΥΧΗΣ
Transliteration A: palintychḗs Transliteration B: palintychēs Transliteration C: palintychis Beta Code: palintuxh/s

English (LSJ)

ές,

   A with a reverse of fortune, τριβὰ βίου A.Ag.464 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντῠχής: -ές, ἔχων ἐναντίαν τὴν τύχην, δυστυχής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 464.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont la fortune a subi des vicissitudes, infortuné.
Étymologie: πάλιν, τύχη.

Greek Monolingual

παλιντυχής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τυχής (< τύχη), πρβλ. ευ-τυχής].

Greek Monotonic

πᾰλιντῠχής: -ές (τύχη), αυτός που έχει αντίθετη τύχη, σε Αισχύλ.