πάνετες: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(30)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] τη [[διάρκεια]] ολόκληρου του έτους, [[ολοχρονίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετες</i>, ουδ. του -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εξά</i>-<i>ετες</i>,, <i>τρί</i>-<i>ετες</i>. <i>Ο</i> [[αναβιβασμός]] του τόνου οφείλεται πιθ. στην επιρρμ. [[χρήση]] του τ.].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] τη [[διάρκεια]] ολόκληρου του έτους, [[ολοχρονίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετες</i>, ουδ. του -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εξά</i>-<i>ετες</i>,, <i>τρί</i>-<i>ετες</i>. <i>Ο</i> [[αναβιβασμός]] του τόνου οφείλεται πιθ. στην επιρρμ. [[χρήση]] του τ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάνετες:''' επίρρ. ([[ἔτος]]), στη [[διάρκεια]] όλου του χρόνου, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνετες Medium diacritics: πάνετες Low diacritics: πάνετες Capitals: ΠΑΝΕΤΕΣ
Transliteration A: pánetes Transliteration B: panetes Transliteration C: panetes Beta Code: pa/netes

English (LSJ)

Adv., (ἔτος)

   A all the year long, Pi.P.1.20.

Greek (Liddell-Scott)

πάνετες: Ἐπίρρ. (ἔτος) ὁ καθ’ ὅλον τὸ ἔτος, Πινδ. Π. 1. 38. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 338.

French (Bailly abrégé)

adv.
durant toute l’année.
Étymologie: πᾶν, ἔτος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τη διάρκεια ολόκληρου του έτους, ολοχρονίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ετες, ουδ. του -ετης (< ἔτος), πρβλ. εξά-ετες,, τρί-ετες. Ο αναβιβασμός του τόνου οφείλεται πιθ. στην επιρρμ. χρήση του τ.].

Greek Monotonic

πάνετες: επίρρ. (ἔτος), στη διάρκεια όλου του χρόνου, σε Πίνδ.