παράγραμμα: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[παραγράφω]]<br /><b>1.</b> πρόσθετη [[διάταξη]] («κατὰ ποῑον νόμον προσπαραγράφοιτ' ἄν τοῡτο τὸ [[παράγραμμα]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην [[κρυπτογραφία]]) [[σημείο]] που αντικαθιστά ένα συγκεκριμένο [[γράμμα]].
|mltxt=τὸ, Α [[παραγράφω]]<br /><b>1.</b> πρόσθετη [[διάταξη]] («κατὰ ποῑον νόμον προσπαραγράφοιτ' ἄν τοῡτο τὸ [[παράγραμμα]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην [[κρυπτογραφία]]) [[σημείο]] που αντικαθιστά ένα συγκεκριμένο [[γράμμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παράγραμμα:''' -ατος, τό ([[παραγράφω]]), αυτό που γράφεται δίπλα, επιπρόσθετη [[πρόταση]], [[προσθήκη]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράγραμμα Medium diacritics: παράγραμμα Low diacritics: παράγραμμα Capitals: ΠΑΡΑΓΡΑΜΜΑ
Transliteration A: parágramma Transliteration B: paragramma Transliteration C: paragramma Beta Code: para/gramma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which one writes beside: additional clause, προσπαραγράφειν π. D.39.9.    II in cipher, substitute for a letter, Aen.Tact.31.18.

German (Pape)

[Seite 474] τό, das, was man daneben schreibt oder hinzusetzt, Zusatz, Dem. 39, 9 u. Sp. – Das Umschreiben, Verändern einer Schrift, Verfälschen. – Das Schreiben eines Buchstaben statt eines andern, zum Scherz, Paragramm, v. l. bei Arist. rhet. 3, 11, wo die richtige Lesart τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα ist.

Greek (Liddell-Scott)

παράγραμμα: τό, τὸ προσπαραγραφόμενον, κατὰ ποῖον νόμον προσπαραγράφοιτ’ ἂν τοῦτο τὸ παράγραμμαἄλλο τι πλὴν ὁ πατὴρ καὶ ὁ δῆμος; Δημ. 997. 10, πρβλ. Αἰν. Τακτ. 31· τῷ Ἀλεξάνδρῳ παράγραμμα ἦν ἡ πατρὶς Ἀριστείδ. τ. 1, σ. 141, ἔκδ. G. Dind.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mot dénaturé par plaisanterie, par substitution d’une lettre par une autre (~ contrepet).
Étymologie: παραγράφω.

Greek Monolingual

τὸ, Α παραγράφω
1. πρόσθετη διάταξη («κατὰ ποῑον νόμον προσπαραγράφοιτ' ἄν τοῡτο τὸ παράγραμμα», Δημοσθ.)
2. (στην κρυπτογραφία) σημείο που αντικαθιστά ένα συγκεκριμένο γράμμα.

Greek Monotonic

παράγραμμα: -ατος, τό (παραγράφω), αυτό που γράφεται δίπλα, επιπρόσθετη πρόταση, προσθήκη, σε Δημ.