παραγράφω
Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist
English (LSJ)
A write by the side, πλησίον π. Ar.V.99.
b mostly, add, subjoin, esp. a clause to a law, contract, etc., τί βεβούλευται περὶ τῶν σπονδῶν ἐν τῇ στήλῃ παραγράψαι;Id.Lys. 513, cf. Pl.Lg.785a (Pass.); π. τῷ δεῖνι ἀποδοῦναι δεῖ D.52.4; ὑποκάτω π. add particulars below, Hyp.Eux.30; π. τὸ ὄνομα παρ' ᾧ ἂν κείωνται αἱ συνθῆκαι IG22.1176.20.
c enter a debt or liability against a person's name, c. acc. pers. et rei, POxy.488.32 (ii/iii A. D.), 513.33 (ii A. D.):—more freq. Pass., have entered against one, PTeb.5.189 (ii B. C.), etc.: with personal subject, παραγέγραμμαι τῷ πράκτορι PPetr. 2p.42 (iii B. C.), cf. POxy.513.13 (ii A. D.), etc.
2 change an entry, ἄλλου πατρὸς ἑαυτὸν π. enrol oneself as the son of another father, D.39.31.
3 interpolate in a Ms., Gal.7.894, 18(1).151, 155.
4 imitate, διὰ τούτων τῶν στίχων τὰ εἰρημένα ὑπὸ Ἰβύκου Sch.A.R.3.158.
5 Pass., to be marked with the παράγραφος, κατὰ δύο παραγεγραμμένον ᾆσμα Heph.Poëm. 1.
6 bring to a close, λόγον Phld.Piet.22.
II Med., with pf. Pass., in various legal phrases:
1 παραγράφεσθαι τὸν νόμον have the law written in parallel columns with a decree which is charged with illegality, νόμους ἄλλους παραβέβηκεν, οὓς οὐ παραγεγράμμεθα διὰ τὸ πλῆθος D.23.63, cf. 51:—Pass., οἱ παραγεγραμμένοι νόμοι Id.18.111, Aeschin.3.200.
2 π. τινὰ διαιτητήν have him registered as arbiter, D.40.16.
3 Δημοσθένει τὴν γραφὴν τοῦ φόνου παραγράψασθαι to bring a false charge, Test. ap. D.21.107.
4 παραγεγραμμένος μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι τὴν δίκην having demurred to the admissibility of the suit (v. παραγραφή II. 1), Id.32.1; π. περί τινος Id.38.1, cf. Isoc.18.2: coupled with ὑπόμνυσθαι, D.47.39, 45; ἑαυτὸν -όμενος μόνος ἀγωνίσασθαι τὴν δίκην ἐντολὰς οὐκ ἔχων calling himself inadmissible as pleader on the ground that he has no orders to plead alone, Philostr.VS2.32.
5 draw a line across, cancel: metaph., efface, τὸ τιμᾶσθαι μετὰ τοῦτο πᾶσαν παρεγράψατο τὴν συμφοράν Aristid. 2.246 J.; ὁ θυμὸς τῇ ῥύμῃ τῆς ὀργῆς -γραφόμενος τὴν φύσιν Callistr. Stat.13 (v.l. περι-):—Pass., to be abolished, τὰ φιλάνθρωπα παρεγράφη Plb.9.31.5.
6 reject, Phot.:—in Pass., Sch.S.OT906.
German (Pape)
[Seite 475] 1) daneben, dabei schreiben, hinzusetzen, ἰὼν παρέγραψε πλησίον, Ar. Vesp. 99; Plat. Legg. VI, 785 a; Dem. 52, 4; ἀξιῶ σε ἢ πατρὸς ἄλλου σαυτὸν παραγράφειν, d. i. daß du dich auf einen andern Vater einschreibst, oder eines andern Vaters Namen zu dem deinigen hinzuschreibst, 39, 31; so auch die παραγεγραμμένοι νόμοι 18, 111; vgl. Aesch. 3, 200; Dem. sagt 20, 98 ἐξαπάτης εἵνεκα παραγεγράφθαι τοῦτον τὸν νόμον; ib. 99 οἱ θεσμοθέται τοῦτον ὑμῖν παρέγραψαν, wo das Entgegenstellen eines Gesetzes gegen ein anderes damit bezeichnet ist. – Bei den Gramm. auch = nachahmen, τὸ Ὁμηρικὸν παραγράφει, Schol. Ap. Rh. 1, 1026; vgl. Schäf. schol. Par. Ap. Rh. 3, 158. 876; – Sp. auch = endigen, aufheben, τὰ πρὸς Ἀντίγονον ὑπάρχοντα φιλάνθρωπα παρεγράφη, Pol. 9, 31, 5; – betrügen, τοὺς δανειστάς, Synes. – 2) med. παραγράφεσθαι, mit und ohne γραφήν, gegen eine Klage eine Exception machen, den Einwand machen, daß sie nicht stattfinden könne, παραγεγραμμένος μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι τὴν δίκην, Dem. 32, 1. 28, vgl. 21, 107; ἐξεῖναι τῷ φεύγοντι παραγράψασθαι, Isocr. 18, 2. – Auch abschreiben lassen, solche Gesetze, die der Redner anführt, ὅσους (νόμους) ἐκ τῶν φονικῶν νόμων παρεγραψάμ ην, Dem. 23, 51; vgl. 63; – verwerfen, verachten, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 908.
French (Bailly abrégé)
écrire le long de, à côté de : παραγεγραμμένοι νόμοι DÉM lois que l'accusateur mettait en parallèle avec une loi attaquée, sur le même tableau.
Étymologie: παρά, γράφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-γράφω schrijven naast, schilderen naast:. οἵους τοὺς … ἑταίρους τῷ Σωκράτει παραγράφουσιν zoals ze de makkers naast Socrates schilderen Luc. 55.37. toevoegen (aan een wetstekst):. τί βεβούλευται περὶ τῶν σπονδῶν ἐν τῇ στήλῃ παραγράψαι; welk amendement heeft men besloten over het verdrag op de zuil te zetten? Aristoph. Lys. 513; παραγεγράφθω er moet bijgeschreven staan Plat. Lg. 785a.
Russian (Dvoretsky)
παραγράφω: (ᾰφ) (преимущ. med.)
1 приписывать, записывать рядом, вписывать: π. πλησίον Arph. приписывать рядом, т. е. ставить надпись; ἄλλου πατρὸς ἑαυτὸν π. Dem. записать себя сыном, т. е. выдать себя за сына другого отца; παραγράφεσθαι τὸν νόμον Dem. приводить рядом текст закона (в дополнение, в опровержение или в подтверждение чего-л.); παραγράφεσθαί τινα διαιτητήν Dem. записать кого-л. судебным посредником;
2 med. (тж. παραγραφὴν π. Dem.) делать заявление о недействительности иска, протестовать против принятия дела к рассмотрению Dem.;
3 med. делать заявление об отсрочке судебного разбирательства Dem.;
4 med. поручить снять копию, просить переписать (νόμους Dem.);
5 med. приносить ложную жалобу: π. τινι γραφὴν τοῦ φόνου Dem. ложно обвинять кого-л. в убийстве;
6 перечеркивать, т. е. прекращать, уничтожать (τὰ πρός τινα ὑπάρχοντα φιλάνθρωπα Polyb.): βρόχῳ τὸν βίον παραγράψαι Plut. повеситься;
7 обозначать пометкой, помечать на полях (sc. τοῖς πίναξιν Plut.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής της καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας
2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου
3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, -η, -ο
αυτός για τον οποίο επήλθε παραγραφή, που δεν μπορεί πια να διωχθεί εξαιτίας της παρόδου του καθορισμένου από τον νόμο χρονικού διαστήματος («το αδίκημά του θεωρείται πια παραγεγραμμένο»)
αρχ.
1. γράφω στα πλάγια, παραπλεύρως
2. προσθέτω
3. επισυνάπτω διάταξη σε νόμο ή σε συμβόλαιο
4. πλαστογραφώ
5. καταγράφω χρέος ή εγγύηση στο όνομα κάποιου
6. παρεμβάλλω κάτι σε χειρόγραφο
7. διατυπώνω με διαφορετικές λέξεις αυτά που έγραψε άλλος, παραφράζω
8. μιμούμαι
9. τελειώνω, ολοκληρώνω τον λόγο μου
10. (μέσ. και παθ.) παραγράφομαι
α) σημειώνομαι με παράγραφο
β) εισάγω ψευδή κατηγορία
γ) κάνω αίτηση για αναβολή ή παράταση της δίκης
δ) βάζω να αντιγραφεί κάτι
ε) σύρω, τραβώ γραμμή πάνω από κάτι
στ) μτφ. i) διαγράφω, εξαλείφω
ii) λησμονούμαι
11. φρ. α) «παραγράφω ὑποκάτω» — υποσημειώνω
β) «παραγράφομαι τον νόμον» — γράφω τον νόμο ή ενεργώ ώστε να γραφεί σε στήλες παράλληλες προς το ψήφισμα το οποίο κατηγορώ ως παράνομο
γ) «παραγράφομαί τινα διαιτητήν» — εγγράφω κάποιον ως διαιτητή σε ειδικό βιβλίο
δ) «παραγραφὴν παραγράφομαι» — εγείρω ενστάσεις σχετικά με την αγωγή ως απαράδεκτη
12. (κατά τον Φώτ.) α) «ἀπορρίπτω»
β) «ἐξασθενῶ, παραιτοῦμαι, ἀποβάλλομαι».
Greek Monotonic
παραγράφω: μέλ. -ψω, γράφω παραπλεύρως, γράφω, σημειώνω στο περιθώριο, σε Αριστοφ.· γενικά,
I. προσθέτω όρο σε νόμο ή συμβόλαιο, σε Πλάτ., Δημ.· ιδίως, λέγεται για πλαστογράφηση, ἄλλου πατρὸς ἑαυτὸν παραγράφειν, καταχωρώ κάποιον με λάθος πατρώνυμο, σε Δημ.
II. Μέσ. με Παθ. παρακ.,
1. παραγράφεσθαι τὸν νόμον, έχω γράψει το νόμο σε παράλληλες στήλες με ψήφισμα που θεωρείται παράνομο, στον ίδ. — Παθ., οἱ παραγεγραμμένοι νόμοι, σε Δημ., Αισχίν.
2. παραγραφὴν παραγράφεσθαι, προβάλλω αντιρρήσεις ως προς το αγώγιμο της αξίωσης, (βλ. παραγραφή), σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
παραγράφω: μέλλ. -ψω, γράφω παραπλεύρως, «εἰς τὸ πλάγι», πλησίον π. Ἀριστοφ. Σφ. 99· - καθόλου, προσθέτω, ἐπισυνάπτω, ποιῶ προσθήκην, ἰδίως εἰς νόμον, συμβόλαιον καὶ τὰ ὅμοια, τί βεβούλευται περὶ τῶν σπονδῶν ἐν τῇ στήλῃ παραγράψαι; Ἀριστοφ. Λυσ. 513, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 785Α, Δημ. 1237. 2· π. τὸ ὄνομα παρ’ ᾧ κείωνται αἱ συνθῆκαι Συλλ. Ἐπιγρ. 102. 9· - μάλιστα ἐπὶ πλαστογραφήσεως, ἄλλου πατρὸς ἑαυτὸν παραγράφειν Δημ. 1003· ἐν τέλ.· ὑποκάτω παραγράψας Ὑπερείδης ὑπὲρ Εὐξ. 40. 2) μιμοῦμαι, Schäf. Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 158· πρβλ. παραφράζω. 3) κάμνω σφάλμα κατὰ τὴν ἀντιγραφὴν Cobet. N. L. L. σ. 684. 4) π. τοὺς δανειστὰς, ἐξαπατᾶν αὐτούς, Συνέσ. 162C. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ. ἐν ποικίλαις δικανικαῖς φράσεσι: 1) παραγράφομαι τὸν νόμον, γράφω τὸν νόμον (ἢ ἐνεργῶ ὥστε νὰ γραφῇ ὁ νόμος) εἰς στήλας παραλλήλως πρὸς τὸ ψήφισμα ὅπερ κατηγορῶ ὡς παράνομον, νόμους ἄλλους παραβέβηκεν, οὓς οὐ παραγεγράμμεθα διὰ τὸ πλῆθος Δημ. 640. 20, πρβλ. 636. 13· οὕτως ἐν τῷ παθ., οἱ παραγεγραμμένοι νόμοι ὁ αὐτ. 623. 20 (καὶ αὐτόθι Dissen.), Αἰσχίν. 82. 27. 2) παραγράφομαί τινα διαιτητήν, ἐγγράφω αὐτὸν εἰς τὸ ἐπὶ τούτῳ βιβλίον ὡς …, Δημ. 1013. 4. 3) ἐν τῇ παρὰ Δημοσθένει μαρτυρίᾳ, Δημ. 549 ἐν τέλ., ἐν τῷ χωρίῳ, Δημοσθένει δὲ τὴν γραφὴν τοῦ φόνου παραγράψασθαι, ἢ ἡ λέξις εἶναι = γράψασθαι, ἢ πρέπει νὰ σημαίνῃ, εἰσάγω ψευδῆ κατηγορίαν. 4) παραγραφὴν παραγράφεσθαι μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι [τὴν δίκην], ἐγείρειν ἐνστάσεις περὶ τοῦ ἀπαραδέκτου τῆς ἀγωγῆς (ἴδε παραγραφή ΙΙ), Δημ. 939. 11, πρβλ. 882, 1· π. περί τινος ὁ αὐτ. 985. 1· καὶ ἀπολ. παραγράφεσθαι, ὁ αὐτ. 984. 2, πρβλ. Ἰσοκρ. 371Β· - ἐνίοτε ὡσαύτως, κάμνω αἴτησιν ἀναβολῆς ἢ παρατάσεως τῆς δίκης, ὡς τὸ ὑπόμνυσθαι, Δημ. 1151. 2., 1153, 5. 5) βάλλω νὰ ἀντιγραφῇ τι, ὁ αὐτ. 636. 14. 6) σύρω γραμμὴν ἄνωθέν τινος, ἐξαλείφω, διαγράφω, Ἀριστείδ. 2. 246, Καλλίστρ. 905 (διάφ. γραφ. περι-)· καὶ ἐν τῷ παθ., τὰ φιλάνθρωπα παρεγράφη Πολύβ. 9. 31, 5· πρβλ. περιγράφω. 7) ἀπορρίπτω, Φώτ.· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 907.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to write by the side, Ar.:—generally, to add a clause to a law or contract, Plat., Dem.: esp. by fraud, ἄλλου πατρὸς ἑαυτὸν παραγράφειν to enroll oneself with a wrong father's name, Dem.
II. Mid., with perf. pass.,
1. παραγράφεσθαι τὸν νόμον to have the law written in parallel columns with a decree charged with illegality, Dem.: Pass., οἱ παραγεγραμμένοι νόμοι Dem., Aeschin.
2. παραγραφὴν παραγράφεσθαι to demur to the admissibility of a suit (v. παραγραφή), Dem.