πάμφθαρτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάμφθαρτος]], -ον (Α)<br />αυτός που φθείρει τα [[πάντα]], [[ολέθριος]] («παμφθάρτῳ μόρῳ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φθαρτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>φθαρτος</i>].
|mltxt=[[πάμφθαρτος]], -ον (Α)<br />αυτός που φθείρει τα [[πάντα]], [[ολέθριος]] («παμφθάρτῳ μόρῳ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φθαρτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>φθαρτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάμφθαρτος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που καταστρέφει τα πάντα, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφθαρτος Medium diacritics: πάμφθαρτος Low diacritics: πάμφθαρτος Capitals: ΠΑΜΦΘΑΡΤΟΣ
Transliteration A: pámphthartos Transliteration B: pamphthartos Transliteration C: pamfthartos Beta Code: pa/mfqartos

English (LSJ)

ον,

   A all-destroying, μόρος A.Ch.296.

German (Pape)

[Seite 455] allverderbend, Alle zu Grunde richtend, μόρος, Aesch. Ch. 294.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφθαρτος: -ον, ὁ τὰ πάντα φθείρων, ὀλέθριος, μόρος Αἰσχύλ. Χο. 296.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a détruit tout, funeste.
Étymologie: πᾶν, φθείρω.

Greek Monolingual

πάμφθαρτος, -ον (Α)
αυτός που φθείρει τα πάντα, ολέθριος («παμφθάρτῳ μόρῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + φθαρτός (< φθείρω), πρβλ. κακό-φθαρτος].

Greek Monotonic

πάμφθαρτος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τα πάντα, σε Αισχύλ.