παράπτομαι: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> toucher en passant;<br /><b>2</b> toucher légèrement, <i>particul.</i> humecter légèrement;<br /><b>3</b> toucher par mégarde.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἅπτω]]. | |btext=<b>1</b> toucher en passant;<br /><b>2</b> toucher légèrement, <i>particul.</i> humecter légèrement;<br /><b>3</b> toucher par mégarde.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἅπτω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παράπτομαι:''' Μέσ., δένομαι κοντά σε — Παθ., χερσὶ παραπτομένα [[πλάτα]], προσαρμοσμένα στα χέρια, εφαρμοσμένα στα χέρια, σε Σοφ.· άλλοι το θεωρούν συγκοπτ. του <i>παραπετομένα</i>, πετόμενος. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A apply, of ointments, Asclep. ap. Gal.12.584, 681, cf.13.250, Aët.12.34 :—Pass., χερσὶ παραπτομένα πλάτα fitted to the hands, plied by the hands, dub. l. in S.OC717 (lyr.); π. σανίδων fixed along planks, Apollod.Poliorc.173.15. II Med., touch in passing or slightly, Men.66.4, Plu.Cleom.37 ; αὐτοῦ δακτύλῳ π. Sor. 1.108. 2 touch by mistake, Hippiatr.49. 3 have dealings with, γυναικὸς ἢ ἀνδρὸς PMag.Par.1.2173. 4 approach, τῆς εἰς τὸ νοσῶδες παρατροπῆς Apollon. ap. Orib.7.19.5.
French (Bailly abrégé)
1 toucher en passant;
2 toucher légèrement, particul. humecter légèrement;
3 toucher par mégarde.
Étymologie: παρά, ἅπτω.
Greek Monotonic
παράπτομαι: Μέσ., δένομαι κοντά σε — Παθ., χερσὶ παραπτομένα πλάτα, προσαρμοσμένα στα χέρια, εφαρμοσμένα στα χέρια, σε Σοφ.· άλλοι το θεωρούν συγκοπτ. του παραπετομένα, πετόμενος.