παρακουστέον: Difference between revisions
From LSJ
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακουστέον''': ρημ. ἐπιθ., τοῦ [[παρακούω]], δεῖ παρακούειν, τινός Μουσών. Παρά Στοβ. 458. 11. | |lstext='''παρακουστέον''': ρημ. ἐπιθ., τοῦ [[παρακούω]], δεῖ παρακούειν, τινός Μουσών. Παρά Στοβ. 458. 11. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρακουστέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να παρακούσει, <i>τινός</i>, σε Μουσ., [[παρά]] Στοβ. | |||
}} | }} |