πειρατέον: Difference between revisions
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πειρᾱτέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ δοκιμάσῃ ἢ ἐπιχειρήσῃ, μετ’ ἀπρ., Πλάτ. Πολ. 453D, Ἀριστ., κλ.· π. ἐστὶ Ἰσοκρ. 94Α· - [[ὡσαύτως]] -τέα Πλάτ. Νόμ. 770Β. | |lstext='''πειρᾱτέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ δοκιμάσῃ ἢ ἐπιχειρήσῃ, μετ’ ἀπρ., Πλάτ. Πολ. 453D, Ἀριστ., κλ.· π. ἐστὶ Ἰσοκρ. 94Α· - [[ὡσαύτως]] -τέα Πλάτ. Νόμ. 770Β. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πειρᾱτέον:''' ρημ. επίθ. του [[πειράω]], αυτός που πρέπει να προσπαθήσει, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must attempt, c. inf., Pl.R. 453d, Arist. EN1166b28, etc.; π. εἶναι Isoc.5.58 :—also πειρ-τέα, Pl.Lg. 770b.
Greek (Liddell-Scott)
πειρᾱτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ δοκιμάσῃ ἢ ἐπιχειρήσῃ, μετ’ ἀπρ., Πλάτ. Πολ. 453D, Ἀριστ., κλ.· π. ἐστὶ Ἰσοκρ. 94Α· - ὡσαύτως -τέα Πλάτ. Νόμ. 770Β.
Greek Monotonic
πειρᾱτέον: ρημ. επίθ. του πειράω, αυτός που πρέπει να προσπαθήσει, σε Πλάτ.