πειρατέον
From LSJ
English (LSJ)
one must attempt, c. inf., Pl.R. 453d, Arist.EN1166b28, etc.; π. εἶναι Isoc.5.58:—also πειρατέα, Pl.Lg. 770b.
Greek (Liddell-Scott)
πειρᾱτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ δοκιμάσῃ ἢ ἐπιχειρήσῃ, μετ’ ἀπρ., Πλάτ. Πολ. 453D, Ἀριστ., κλ.· π. ἐστὶ Ἰσοκρ. 94Α· - ὡσαύτως -τέα Πλάτ. Νόμ. 770Β.
Greek Monotonic
πειρᾱτέον: ρημ. επίθ. του πειράω, αυτός που πρέπει να προσπαθήσει, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειρατέον, adj. verb. van πειράω, er moet geprobeerd worden.