πάρορνις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όρνιθος, ὁ, ἡ, Α<br />[[δυσοίωνος]] («ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες», Αισχύλ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρνις]] (<b>πρβλ.</b> <i>δύσ</i>-<i>ορνις</i>)].
|mltxt=-όρνιθος, ὁ, ἡ, Α<br />[[δυσοίωνος]] («ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες», Αισχύλ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρνις]] (<b>πρβλ.</b> <i>δύσ</i>-<i>ορνις</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάρορνῐς:''' -ῖθος, ὁ, ἡ, αυτός που λαμβάνει κακούς οιωνούς, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρορνῐς Medium diacritics: πάρορνις Low diacritics: πάρορνις Capitals: ΠΑΡΟΡΝΙΣ
Transliteration A: párornis Transliteration B: parornis Transliteration C: parornis Beta Code: pa/rornis

English (LSJ)

ῑθος, ὁ, ἡ,

   A having ill omens, πόροι ill-omened voyages, A. Eu.770.

German (Pape)

[Seite 527] ιθος, wobei der Vogelflug ungünstig ist, unter ungünstigen Vorbedeutungen, ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες, Aesch. Eum. 740, d. i. unglückliche Fahrt.

Greek (Liddell-Scott)

πάρορνῐς: -ῑθος, ὁ, ἡ, τὸ ἔχων κακοὺς οἰωνούς, δυσοίωνος, ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρορνίθους πόρους Αἰσχύλ. Εὐμ. 770· ἴδε ἐν λέξ. ὅδιος.

French (Bailly abrégé)

ιθος (ὁ, ἡ)
de mauvais augure.
Étymologie: παρά, ὄρνις.

Greek Monolingual

-όρνιθος, ὁ, ἡ, Α
δυσοίωνος («ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες», Αισχύλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὄρνις (πρβλ. δύσ-ορνις)].

Greek Monotonic

πάρορνῐς: -ῖθος, ὁ, ἡ, αυτός που λαμβάνει κακούς οιωνούς, σε Αισχύλ.