περιφόρητος: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut porter tout autour, portatif;<br /><b>2</b> dont le nom est répandu tout autour, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[περιφορέω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut porter tout autour, portatif;<br /><b>2</b> dont le nom est répandu tout autour, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[περιφορέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιφόρητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[ικανός]] να μεταφερθεί, [[φορητός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιβόητος]], [[επαίσχυντος]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
περιφόρητος: (οὐχὶ περιφορητός), Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 310, (πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 493), ον, ὃν δύναταί τις νὰ περιφέρῃ, φορητός, οἰκήματα Ἡρόδ. 4. 190˙ δεῖπνον Στράβ. 155. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κλίνης περιφερόμενος, καὶ ὡς ἐκ τούτου περιβόητος γενόμενος, ἐπὶ τοῦ διαβοήτου ἐπὶ τρυφῇ Ἀρτέμωνος, Ξανθῇ δ’ Εὐρυπύλῃ μέλει ὁ περιφόρητος Ἀρτέμων Ἀνακρ. 19. 2, ἔνθα ἴδε Bergk.˙ ― μετὰ παιδιᾶς εἰρημένον ἐν Πλουτ. Περικλ. 27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on peut porter tout autour, portatif;
2 dont le nom est répandu tout autour, célèbre.
Étymologie: περιφορέω.
Greek Monotonic
περιφόρητος: -ον, I. ικανός να μεταφερθεί, φορητός, σε Ηρόδ.
II. περιβόητος, επαίσχυντος, σε Πλούτ.