περιφόρητος

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source

Middle Liddell

περιφόρητος, ον,
I. able to be carried about, portable, Hdt.
II. notorious, infamous, Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu'on peut porter tout autour, portatif;
2 dont le nom est répandu tout autour, célèbre.
Étymologie: περιφορέω.

Russian (Dvoretsky)

περιφόρητος: повсюду носимый, т. е. передвигающийся на носилках Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιφόρητος: (οὐχὶ περιφορητός), Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 310, (πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 493), ον, ὃν δύναταί τις νὰ περιφέρῃ, φορητός, οἰκήματα Ἡρόδ. 4. 190˙ δεῖπνον Στράβ. 155. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κλίνης περιφερόμενος, καὶ ὡς ἐκ τούτου περιβόητος γενόμενος, ἐπὶ τοῦ διαβοήτου ἐπὶ τρυφῇ Ἀρτέμωνος, Ξανθῇ δ’ Εὐρυπύλῃ μέλειπεριφόρητος Ἀρτέμων Ἀνακρ. 19. 2, ἔνθα ἴδε Bergk.˙ ― μετὰ παιδιᾶς εἰρημένον ἐν Πλουτ. Περικλ. 27.

Greek Monotonic

περιφόρητος: -ον, I. ικανός να μεταφερθεί, φορητός, σε Ηρόδ.
II. περιβόητος, επαίσχυντος, σε Πλούτ.

Translations

infamous

Bulgarian: опозорен; Catalan: infame; Chinese Mandarin: 臭名昭著; Czech: nechvalně známý; Danish: berygtet, infamøs; Dutch: berucht; Esperanto: fifama; Finnish: pahamaineinen, surullisenkuuluisa; French: tristement célèbre; Galician: infame; German: anrüchig, berüchtigt, berühmt, ehrlos, entehrend, gemein, infam, niederträchtig, schändlich, verrucht, verrufen; Greek: διαβόητος; Ancient Greek: ἀδόκιμος, ἄδοξος, αἰσχρός, ἀμφιβόητος, ἀνώνυμος, ἀοίδιμος, ἀριγνώς, ἀρίγνωτος, ἄρρητος, ἄσχημος, ἀσχήμων, βδελυρός, βδελυχρός, διαβόητος, δυσκλεής, δύσφημος, ἐπιβόητος, ἐπίρρητος, κακόδοξος, κακοήθης, κατάφημος, κλύμενος, περιβόητος, περιφορητός, περιφόρητος; Hungarian: hírhedt; Ido: infama; Italian: famigerato; Japanese: 悪名高い; Korean: 악명 높은; Latin: infamis; Norwegian: beryktet; Occitan: infame; Old English: unhlīsful; Polish: niesławny; Portuguese: infame, famigerado; Romanian: infam, nerușinat, ticălos; Russian: бесславный, позорный, печально известный, печально знаменитый; Scottish Gaelic: droch-chliùiteach; Spanish: de mala fama, malfamado, malafamado; Swedish: ökänd, vanärande, vanfrejdad, äreslös; Turkish: alçak, ayıp, iğrenç, kepaze, kötü şöhretli, rezil, rezilane, rezilcesine, utanç verici; Ukrainian: безславний, сумнозві́сний; Westrobothnian: illtjännd