περιφορέω
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
English (LSJ)
= περιφέρω (carry around), Hdt.2.48.
German (Pape)
[Seite 599] = περιφέρω, Her. 2, 48.
French (Bailly abrégé)
περιφορῶ :
c. περιφέρω.
Étymologie: περίφορος.
Greek (Liddell-Scott)
περιφορέω: περιφέρω, Ἡρόδ. 2. 48, Εὐστ. Πονημάτ. 13. 9.
Russian (Dvoretsky)
περιφορέω: Her. = περιφέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιφορέω [περιφέρω] ronddragen.