πετρήεις: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(32)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εν Α<br /><b>1.</b> (για περιοχές) [[πετρώδης]], [[βραχώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που ζει, που συχνάζει σε πετρώδη μέρη<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που αποτελείται από πέτρες («πετρήεντε... χιτῶνι», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ήεις</i>)].
|mltxt=-εν Α<br /><b>1.</b> (για περιοχές) [[πετρώδης]], [[βραχώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που ζει, που συχνάζει σε πετρώδη μέρη<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που αποτελείται από πέτρες («πετρήεντε... χιτῶνι», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ήεις</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πετρήεις:''' -εσσα, -εν ([[πέτρα]]), [[πετρώδης]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετρήεις Medium diacritics: πετρήεις Low diacritics: πετρήεις Capitals: ΠΕΤΡΗΕΙΣ
Transliteration A: petrḗeis Transliteration B: petrēeis Transliteration C: petrieis Beta Code: petrh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A rocky, in Hom. always epith. of places, Αὐλίς, Πυθών, Καλυδών, Il.2.496,519,640; νῆσος Od.4.844; γλάφυ πετρῆεν Hes.Op.533.    II haunting rocks, ἰουλίς AP7.504.5 (Leon.); ἠχώ APl.4.154 (Luc. or Arch.).

German (Pape)

[Seite 606] εσσα, εν, felsig, steinig, voll von Felsen od. von Steinen; bei Hom. stets Beiwort eines Landes, einer Insel, Αὖλις, Πυθών, Καλυδών, Il. 2, 496. 529. 640, νῆσος, Od. 4, 844; γλαφὺ πετρῆεν, Hes. O. 535; πετραέσσας Πυθῶνος, Pind. Ol. 6, 48; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πετρήεις: εσσα, εν, (πέτρα) βραχώδης, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. χωρῶν, Αὐλίς, Πύθων, Καλυδὼν Ἰδ. Β. 496, 519, κτλ.· νῆσος Ὀδ. Δ. 844· γλάφυ πετρῆεν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 531.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
plein de rochers, rocailleux.
Étymologie: πέτρα.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: rocky.

Greek Monolingual

-εν Α
1. (για περιοχές) πετρώδης, βραχώδης
2. αυτός που ζει, που συχνάζει σε πετρώδη μέρη
3. εκείνος που αποτελείται από πέτρες («πετρήεντε... χιτῶνι», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις)].

Greek Monotonic

πετρήεις: -εσσα, -εν (πέτρα), πετρώδης, σε Όμηρ., Ησίοδ.