πιλωτός: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[πίλος]]<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από [[πίλημα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ πιλωτόν</i><br /><i>ο</i> [[σκούφος]] για τον ύπνο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πιλωτά</i><br />οι πίλοι, οι τιάρες τών Ρωμαίων ιερέων<br /><b>αρχ.</b><br />συμπιεσμένος.
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[πίλος]]<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από [[πίλημα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ πιλωτόν</i><br /><i>ο</i> [[σκούφος]] για τον ύπνο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πιλωτά</i><br />οι πίλοι, οι τιάρες τών Ρωμαίων ιερέων<br /><b>αρχ.</b><br />συμπιεσμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῑλωτός:''' -ή, -ό, αυτός που είναι φτιαγμένος από [[τσόχα]], [[τσόχινος]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑλωτός Medium diacritics: πιλωτός Low diacritics: πιλωτός Capitals: ΠΙΛΩΤΟΣ
Transliteration A: pilōtós Transliteration B: pilōtos Transliteration C: pilotos Beta Code: pilwto/s

English (LSJ)

ή, όν, (πιλόω)

   A = πιλητός, of felt, σκηναὶ π., of the Scythians, Str.7.3.17 ; τιάρας περικείμενοι πιλωτάς Id.15.3.15.    II compressed, = Lat. densus, Serv.Dan.ad Verg.A.12.121.

German (Pape)

[Seite 615] = πιλητός; dah. τιάρας περικείμενοι πιλωτάς, Strab. 15, 3, 15; D. Hal. 2, 64 nennt den pileus der römischen flamines πιλωτά.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλωτός: -ή, -όν, (πιλόω) = πιλητός, ὁ ἐκ πιλήματος συμπεπιλημένος, σκηναὶ π., ἐπὶ τῶν Σκυθῶν, Στράβ. 307· τιάρας περικείμενοι πιλωτὰς ὁ αὐτ. 733· καὶ ὁ Διον. Ἁλ. 2. 64 καλεῖ τοὺς πίλους (pilei) τῶν Ρωμαίων ἱερέων (Flamines) πιλωτά· πρβλ. πιλοφόρος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. πιλητός.
Étymologie: πιλόω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ πίλος
1. ο κατασκευασμένος από πίλημα
2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πιλωτόν
ο σκούφος για τον ύπνο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πιλωτά
οι πίλοι, οι τιάρες τών Ρωμαίων ιερέων
αρχ.
συμπιεσμένος.

Greek Monotonic

πῑλωτός: -ή, -ό, αυτός που είναι φτιαγμένος από τσόχα, τσόχινος, σε Στράβ.