ποδαβρός: Difference between revisions
From LSJ
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που έχει αβρά, τρυφερά πόδια («τρυφῆς ἦν καὶ οὐκ ἀρετῆς ὁ παδαβρὸς [[ἐπωνυμία]],» Θεμίστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἀβρός</i>]. | |mltxt=-όν, Α<br />αυτός που έχει αβρά, τρυφερά πόδια («τρυφῆς ἦν καὶ οὐκ ἀρετῆς ὁ παδαβρὸς [[ἐπωνυμία]],» Θεμίστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἀβρός</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποδαβρός:''' -όν, αυτός που έχει λεπτά, μαλακά πόδια, σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A tender-footed, Orac. ap. Hdt.1.55.
German (Pape)
[Seite 642] fußzart, zart, weichlich an den Füßen, Orak. b. Her. 1, 55, wo man auch πόδ' ἁβρός schreibt.
Greek (Liddell-Scott)
ποδαβρός: -όν, ὁ ἔχων ἁβροὺς πόδας, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 55.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
à la démarche efféminée.
Étymologie: πούς, ἁβρός.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που έχει αβρά, τρυφερά πόδια («τρυφῆς ἦν καὶ οὐκ ἀρετῆς ὁ παδαβρὸς ἐπωνυμία,» Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἀβρός].
Greek Monotonic
ποδαβρός: -όν, αυτός που έχει λεπτά, μαλακά πόδια, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.