πολύλλιθος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πολλές πέτρες, [[πετρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λλιθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λίθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>λιθος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πολλές πέτρες, [[πετρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λλιθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λίθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>λιθος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύλλῐθος:''' -ον, εξαιρετικά [[πετρώδης]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύλλῐθος Medium diacritics: πολύλλιθος Low diacritics: πολύλλιθος Capitals: ΠΟΛΥΛΛΙΘΟΣ
Transliteration A: polýllithos Transliteration B: polyllithos Transliteration C: polyllithos Beta Code: polu/lliqos

English (LSJ)

ον,

   A very stony, AP6.3 (Dionys.).

German (Pape)

[Seite 665] mit vielen Steinen, Τρηχίς, Dionys. 6 (VI, 3).

Greek (Liddell-Scott)

πολύλλιθος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς λίθους, Ἀνθ. Π. 6. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses pierres.
Étymologie: πολύς, λίθος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλές πέτρες, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -λλιθος (< λίθος), πρβλ. μονό-λιθος].

Greek Monotonic

πολύλλῐθος: -ον, εξαιρετικά πετρώδης, σε Ανθ.