πολυκάρηνος: Difference between revisions
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
(33) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και επικ. τ. πουλυκάρηνος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, [[πολυκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ξανθο</i>-<i>κάρηνος</i>]. | |mltxt=και επικ. τ. πουλυκάρηνος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, [[πολυκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ξανθο</i>-<i>κάρηνος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολῠκάρηνος:''' Επικ. [[πουλ]]-, -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], Ep. πουλ-, ον,
A many-headed, APl.4.91, Nonn. D.40.233.
German (Pape)
[Seite 664] vielköpfig.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκάρηνος: Ἐπ. πουλ-. ον. ὁ ἔχων πολλὰς κεφαλάς, πολυκέφαλος, Ἀνθ. Πλαν. 91, Νόνν. Δ. 40. 233.
Greek Monolingual
και επικ. τ. πουλυκάρηνος, -ον, Α
αυτός που έχει πολλά κεφάλια, πολυκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο-κάρηνος].
Greek Monotonic
πολῠκάρηνος: Επικ. πουλ-, -ον, αυτός που έχει πολλά κεφάλια, σε Ανθ.