πράσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[πρᾱσις]]<br />αυτός που [[είναι]] [[προς]] [[πώληση]], πωλήσιμος («πωλεῑν δὲ τοὺς καπήλους ὅ, τι ἔχει [[ἕκαστος]] πράσιμον», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=-ον, Α [[πρᾱσις]]<br />αυτός που [[είναι]] [[προς]] [[πώληση]], πωλήσιμος («πωλεῑν δὲ τοὺς καπήλους ὅ, τι ἔχει [[ἕκαστος]] πράσιμον», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πράσῐμος:''' -ον ([[πρᾶσις]]), αυτός που προορίζεται για [[πώληση]], αυτός που μπορεί να πουληθεί, Λατ. [[venalis]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πράσῐμος Medium diacritics: πράσιμος Low diacritics: πράσιμος Capitals: ΠΡΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: prásimos Transliteration B: prasimos Transliteration C: prasimos Beta Code: pra/simos

English (LSJ)

[ᾱ], ον, (πρᾶσις)

   A for sale, Pl.Lg.848a, X.Cyr.4.5.42, PSI 4.413.4 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 694] verkäuflich, feil; Plat. Legg. VIII, 847 e; Xen. Cyr. 4, 5, 42; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πράσῐμος: -ον, (πρᾶσις) πρὸς πώλησιν, Λατ. venalis, Πλάτ. Νόμ. 847Ε, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se vend, qui est en vente.
Étymologie: πιπράσκω.

Greek Monolingual

-ον, Α πρᾱσις
αυτός που είναι προς πώληση, πωλήσιμος («πωλεῑν δὲ τοὺς καπήλους ὅ, τι ἔχει ἕκαστος πράσιμον», Ξεν.).

Greek Monotonic

πράσῐμος: -ον (πρᾶσις), αυτός που προορίζεται για πώληση, αυτός που μπορεί να πουληθεί, Λατ. venalis, σε Ξεν.