πλατύρρις: Difference between revisions
From LSJ
(33) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ινος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[πλατύρρινος]]. | |mltxt=-ινος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[πλατύρρινος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλᾰτύρρῑς:''' -ῑνος, ὁ, ἡ, [[σιμός]], [[πλακουτσομύτης]], σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ῑνος, ὁ, ἡ,
A broad-nosed, Str.2.2.3.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύρρῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ πλατεῖαν ἔχων ῥῖνα, Στράβ. 96.
French (Bailly abrégé)
ινος (ὁ, ἡ)
aux larges narines, au gros nez.
Étymologie: πλατύς, ῥίς.
Greek Monolingual
-ινος, ὁ, ἡ, Α
βλ. πλατύρρινος.
Greek Monotonic
πλᾰτύρρῑς: -ῑνος, ὁ, ἡ, σιμός, πλακουτσομύτης, σε Στράβ.