πολυσαρκία: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ [[πολύσαρκος]]<br />η [[ιδιότητα]] του πολύσαρκου, η [[παχυσαρκία]]. | |mltxt=η, ΝΑ [[πολύσαρκος]]<br />η [[ιδιότητα]] του πολύσαρκου, η [[παχυσαρκία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολῠσαρκία:''' ἡ, [[παχυσαρκία]], μεγάλο [[πάχος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A fleshiness, plumpness, X.Mem.2.1.22, Plu.2.641a, Gal. 1.607.
German (Pape)
[Seite 672] ἡ, Fleischigkeit, Wohlbeleibtheit, Xen. Mem. 2, 1, 22 u. Sp., wie Plut. quaest. nat. 6 Luc. gymn. 25.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠσαρκία: ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ πολύσαρκος, τὸ ἔχειν πολλὰς σάρκας, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, Πλούτ. 2. 641Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
extrême embonpoint, corpulence.
Étymologie: πολύσαρκος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πολύσαρκος
η ιδιότητα του πολύσαρκου, η παχυσαρκία.
Greek Monotonic
πολῠσαρκία: ἡ, παχυσαρκία, μεγάλο πάχος, σε Ξεν.