πολυαστράγαλος: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, [[δηλαδή]] πολλούς κόμπους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μάστις]] [[πολυαστράγαλος]]» — [[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀστράγαλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>καλλι</i>-[[αστράγαλος]])]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, [[δηλαδή]] πολλούς κόμπους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μάστις]] [[πολυαστράγαλος]]» — [[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀστράγαλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>καλλι</i>-[[αστράγαλος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυαστράγᾰλος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές αρθρώσεις, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰγ], ον,
A strung with many knucklebones, μάστις π., = ἀστραγαλωτή, AP6.234 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 660] mit vielen Wirbelknochen, μάστιν, Eryc. 2 (VI, 234).
Greek (Liddell-Scott)
πολυαστράγᾰλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστραγάλους, κόμπους, μάστιν τὰν πολυαστράγαλον = ἀστραγαλωτήν, Ἀνθ. Π. 6. 234.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nœuds nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀστράγαλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, δηλαδή πολλούς κόμπους
2. φρ. «μάστις πολυαστράγαλος» — είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀστράγαλος (πρβλ. καλλι-αστράγαλος)].
Greek Monotonic
πολυαστράγᾰλος: -ον, αυτός που έχει πολλές αρθρώσεις, σε Ανθ.