προεξέρχομαι: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για στρατιωτικό [[τμήμα]]) [[εξέρχομαι]] [[πριν]] από τον αντίπαλο<br /><b>2.</b> [[προλαβαίνω]] να φύγω, να σωθώ φεύγοντας<br /><b>3.</b> [[πεθαίνω]] [[πριν]] από ένα [[γεγονός]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για στρατιωτικό [[τμήμα]]) [[εξέρχομαι]] [[πριν]] από τον αντίπαλο<br /><b>2.</b> [[προλαβαίνω]] να φύγω, να σωθώ φεύγοντας<br /><b>3.</b> [[πεθαίνω]] [[πριν]] από ένα [[γεγονός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προεξέρχομαι:''' αποθ., [[βγαίνω]] έξω από [[πριν]], <i>τῷ πεζῷ</i>, με το πεζικό, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A go out before, τῷ πεζῷ Th.7.74; εἰς Σαρδόνα Plb.2.23.6; τῆς πόλεως D.H.1.46; π. τοῦ βίου πρὶν . . J.AJ2.7.2 (so abs. -ελθών previously deceased, Supp.Epigr.6.236 (Phrygia)); φῶς φωτὸς π. Ph. 1.603: abs., anticipate arrest by flight, SIG 283.11 (Edict. Alex. Magni).
German (Pape)
[Seite 721] (s. ἔρχομαι), vorher herauskommen, ausrücken, Thuc. 7, 74 u. Folgde; προεξεληλυθὼς ἔτυχεν εἰς Σαρδόνα, Pol. 2, 23, 6.
Greek (Liddell-Scott)
προεξέρχομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι πρότερον, τῷ πεζῷ Θουκ. 7. 74· τῆς πόλεως Διον. Ἁλ. 1. 46· εἰς Σαρδόνα Πολύβ. 2. 23. 6.
French (Bailly abrégé)
ao.2 προεξῆλθον, etc.
s’avancer contre, τινι.
Étymologie: πρό, ἐξέρχομαι.
Greek Monolingual
Α
1. (για στρατιωτικό τμήμα) εξέρχομαι πριν από τον αντίπαλο
2. προλαβαίνω να φύγω, να σωθώ φεύγοντας
3. πεθαίνω πριν από ένα γεγονός.
Greek Monotonic
προεξέρχομαι: αποθ., βγαίνω έξω από πριν, τῷ πεζῷ, με το πεζικό, σε Θουκ.