προσχάσκω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(35)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α·1. [[προσβλέπω]] κάποιον με ανοιχτό [[στόμα]]<br /><b>2.</b> [[θαυμάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] χάσκοντας («τῷ εἴδει τῆς ὁραθείσης προσκεχήναμεν», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χάσκω]] «[[ανοίγω]] το [[στόμα]] μου»].
|mltxt=Α·1. [[προσβλέπω]] κάποιον με ανοιχτό [[στόμα]]<br /><b>2.</b> [[θαυμάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] χάσκοντας («τῷ εἴδει τῆς ὁραθείσης προσκεχήναμεν», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χάσκω]] «[[ανοίγω]] το [[στόμα]] μου»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσχάσκω:''' αόρ. βʹ <i>-έχᾰνον</i>, παρακ. με ενεστ. [[σημασία]] <i>προσκέχηνα</i>· [[χάσκω]] ή [[κοιτάζω]] με ανοιχτό το [[στόμα]] κάποιον, μὴ χαμαιπετὲς βοάμα προσχάνῃς [[ἐμοί]], μην προσπέσεις [[μπροστά]] μου με μεγάλες κραυγές, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχάσκω Medium diacritics: προσχάσκω Low diacritics: προσχάσκω Capitals: ΠΡΟΣΧΑΣΚΩ
Transliteration A: proscháskō Transliteration B: proschaskō Transliteration C: proschasko Beta Code: prosxa/skw

English (LSJ)

aor. προσέχᾰνον: pf. in pres. sense προσκέχηνα:—

   A gape, or stare open-mouthed at one, μηδὲ . . χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί fall not prostrate before me with loud cries, A.Ag.920.    2 gape eagerly at, be greedy for, τῷ λεγομένῳ προσκεχηνέναι παιδικῶς Plb.4.42.7; τῷ εἴδει τινός J.AJ11.3.5, cf. Ph.2.560.

Greek (Liddell-Scott)

προσχάσκω: ἀόρ. προσέχᾰνον· πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ., προσκέχηνα. Χάσκω μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα ἐνώπιόν τινος, μὴ χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί, μὴ προσπέσῃς ἐνώπιόν μου μὲ μεγάλας κραυγάς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 920. 2) χάσκω πρός τι, εἶμαι ἄπληστος διά τι, ὡς τὸ Λατ. inhiare, προσκεχηνέναι τινὶ Πολύβ. 4. 42, 7, Φίλων 2. 560.

Greek Monolingual

Α·1. προσβλέπω κάποιον με ανοιχτό στόμα
2. θαυμάζω κάποιον ή κάτι χάσκοντας («τῷ εἴδει τῆς ὁραθείσης προσκεχήναμεν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χάσκω «ανοίγω το στόμα μου»].

Greek Monotonic

προσχάσκω: αόρ. βʹ -έχᾰνον, παρακ. με ενεστ. σημασία προσκέχηνα· χάσκω ή κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα κάποιον, μὴ χαμαιπετὲς βοάμα προσχάνῃς ἐμοί, μην προσπέσεις μπροστά μου με μεγάλες κραυγές, σε Αισχύλ.