πρωτόβολος: Difference between revisions
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(35) |
(6) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που τον χτυπούν ή που τον χτύπησαν πρώτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> [[ορθό]]-<i>βολος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που τον χτυπούν ή που τον χτύπησαν πρώτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> [[ορθό]]-<i>βολος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρωτόβολος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που χτυπιέται [[πρώτος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui pousse le premier ou la première fois;
2 qui pousse ses premières dents en parl. d’un cheval.
Étymologie: πρῶτος, βάλλω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τον χτυπούν ή που τον χτύπησαν πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ορθό-βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
Greek Monotonic
πρωτόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που χτυπιέται πρώτος, σε Ευρ.