ῥυγχίον: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(6_22) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥυγχίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ῥύγχος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 774, Θεόφιλος ἐν «Παγκρατιαστῇ» 1. | |lstext='''ῥυγχίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ῥύγχος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 774, Θεόφιλος ἐν «Παγκρατιαστῇ» 1. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥυγχίον:''' τό, υποκορ. του [[ῥύγχος]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of ῥύγχος, Ar.Ach.744, Theophil.8.2, POxy.108.5 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 850] τό, dim. von ῥύγχος, Ar. Ach. 709; Theophil. com. bei Ath. III, 95 a.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυγχίον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥύγχος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 774, Θεόφιλος ἐν «Παγκρατιαστῇ» 1.
Greek Monotonic
ῥυγχίον: τό, υποκορ. του ῥύγχος, σε Αριστοφ.