σιλλαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[σίλλος]]<br />[[χλευάζω]], [[διασύρω]].
|mltxt=Α [[σίλλος]]<br />[[χλευάζω]], [[διασύρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σιλλαίνω:''' ([[σίλλος]]), [[προσβάλλω]], [[χλευάζω]], [[εμπαίζω]], [[περιγελώ]], [[διασύρω]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιλλαίνω Medium diacritics: σιλλαίνω Low diacritics: σιλλαίνω Capitals: ΣΙΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: sillaínō Transliteration B: sillainō Transliteration C: sillaino Beta Code: sillai/nw

English (LSJ)

(σίλλος)

   A insult, mock, Herod.1.19, Ael.VH3.40, Poll. 2.54, D.L.9.111, Sch.Il.2.212, etc.

German (Pape)

[Seite 881] verhöhnen, verspotten, durchziehen, τινά, D. L. 9, 111; Luc. Prom. 8, Ael. V. H. 3, 40; Poll. 9, 148.

Greek (Liddell-Scott)

σιλλαίνω: (σίλλος) ὑβρίζω, σκώπτω, ἐμπαίζω, χλευάζω, διασύρω, «ἀπὸ τοῦ τοῖς ἰλλοῖς, τουτέστι τοῖς ὀφθαλμοῖς, σίνεσθαι» Ἡσύχ., Διογ. Λ. 9. 111, Λουκ. Προμ. 8, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 40, Πολύδ. Β΄, 54, κτλ.

French (Bailly abrégé)

se moquer de, acc..
Étymologie: σίλλος.

Greek Monolingual

Α σίλλος
χλευάζω, διασύρω.

Greek Monotonic

σιλλαίνω: (σίλλος), προσβάλλω, χλευάζω, εμπαίζω, περιγελώ, διασύρω, σε Λουκ.