ῥᾷστος: Difference between revisions
From LSJ
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
(36) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άστη, -ον, και ῥέϊστος και δωρ. τ. [[ῥάϊστος]], -ΐστη, -ον, και ιων. τ. ῥηΐτατος, -άτη, -ον, Α<br />(υπερθ. τ.) [[πάρα]] πολύ [[εύκολος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ῥᾶ</i> (I)]. | |mltxt=-άστη, -ον, και ῥέϊστος και δωρ. τ. [[ῥάϊστος]], -ΐστη, -ον, και ιων. τ. ῥηΐτατος, -άτη, -ον, Α<br />(υπερθ. τ.) [[πάρα]] πολύ [[εύκολος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ῥᾶ</i> (I)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥᾷστος:''' ανώμ. υπερθ. του [[ῥᾴδιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. ῥᾴδιος.
German (Pape)
[Seite 835] superl. zu ῥᾴδιος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
v. ῥᾴδιος.
Greek Monolingual
-άστη, -ον, και ῥέϊστος και δωρ. τ. ῥάϊστος, -ΐστη, -ον, και ιων. τ. ῥηΐτατος, -άτη, -ον, Α
(υπερθ. τ.) πάρα πολύ εύκολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (I)].
Greek Monotonic
ῥᾷστος: ανώμ. υπερθ. του ῥᾴδιος.