στιβίζομαι: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(38) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[στιμμίζω]]. | |mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[στιμμίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στῐβίζομαι:''' Μέσ. ή Παθ., [[βάφω]] τις βλεφαρίδες και τα βλέφαρά μου με μαύρη [[βαφή]] ([[στίβι]]), σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Med. or Pass.,
A paint one's eyelids and eyebrows with black paint (στίβι), LXX Ez.23.40, Str.16.4.17, Cyran.64.
Greek (Liddell-Scott)
στῐβίζομαι: μέσ. ἢ παθ., βάπτω τὰ βλέφαρα καὶ τὰς ὀφρῦς μου μὲ μέλαιναν βαφὴν (στίβι), Στράβ. 775, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΓ΄, 40), Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 5. 18. ― Ἡμαρτημένως φέρεται στιβάζομαι παρὰ τῶ Mar’ s Spicil. 2. 189Β, κτλ.
Greek Monolingual
Α
βλ. στιμμίζω.
Greek Monotonic
στῐβίζομαι: Μέσ. ή Παθ., βάφω τις βλεφαρίδες και τα βλέφαρά μου με μαύρη βαφή (στίβι), σε Στράβ.