στενολέσχης: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά για [[κάτι]] με τρόπο σοφιστικό, με σοφίσματα, με πονηριές<br /><b>2.</b> [[ολιγόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέσχης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέσχη]] «[[φλυαρία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πλατυ</i>-[[λέσχης]].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά για [[κάτι]] με τρόπο σοφιστικό, με σοφίσματα, με πονηριές<br /><b>2.</b> [[ολιγόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέσχης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέσχη]] «[[φλυαρία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πλατυ</i>-[[λέσχης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στενολέσχης:''' -ου, ὁ, [[λιγομίλητος]], [[λεπτολόγος]], αυτός που μιλάει με σοφιστείες ή με σχολαστικισμό.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενολέσχης Medium diacritics: στενολέσχης Low diacritics: στενολέσχης Capitals: ΣΤΕΝΟΛΕΣΧΗΣ
Transliteration A: stenoléschēs Transliteration B: stenoleschēs Transliteration C: stenoleschis Beta Code: stenole/sxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one that talks subtly, quibbler, Suid.

German (Pape)

[Seite 935] ὁ, der wenig, bündig, sein Redende, Schwatzende, λεπτολόγος Suid.

Greek (Liddell-Scott)

στενολέσχης: -ου, ὁ, λαλῶν ἢ ὁμιλῶν μετὰ πανουργίας, σοφιστευόμενος, μικρολόγος, λεπτολόγος, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui discute sur des riens SUID.
Étymologie: στενός, λέσχη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που μιλά για κάτι με τρόπο σοφιστικό, με σοφίσματα, με πονηριές
2. ολιγόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -λέσχης (< λέσχη «φλυαρία»), πρβλ. πλατυ-λέσχης.

Greek Monotonic

στενολέσχης: -ου, ὁ, λιγομίλητος, λεπτολόγος, αυτός που μιλάει με σοφιστείες ή με σχολαστικισμό.