συγκαταφλέγω: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[καταφλέγω]]<br />[[καίω]] συγχρόνως («ἐσθῆτα καὶ τὸν ἄλλον κόσμον συγκατέφλεξαν», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[καταφλέγω]]<br />[[καίω]] συγχρόνως («ἐσθῆτα καὶ τὸν ἄλλον κόσμον συγκατέφλεξαν», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκαταφλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατακαίω]] από κοινού με κάποιον ή μαζί, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταφλέγω Medium diacritics: συγκαταφλέγω Low diacritics: συγκαταφλέγω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΦΛΕΓΩ
Transliteration A: synkataphlégō Transliteration B: synkataphlegō Transliteration C: sygkataflego Beta Code: sugkatafle/gw

English (LSJ)

   A burn with or together, Ph.2.527; τὸν κόσμον Luc.Luct.14:—Pass., τῷ ἀνδρὶ σ. Plu.2.499c, cf. SIG 768.14 (Mylasa, i B.C.), Ph.2.27, Luc.Nigr.30; αὐτὸς καὶ πόλις ὁμοῦ συγκατεφλέγησαν Polyaen.7.24.

German (Pape)

[Seite 966] mit od. zugleich verbrennen, Luc. Nigr. 30.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταφλέγω: καταφλέγω, κατακαίω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Λουκ. Νιγρῖν. 30· τὸν κόσμον ὁ αὐτ. π. Πένθ. 14. ― Παθητ., σ. τῷ ἀνδρὶ Πλούτ. 2. 499C· αὐτὸς καὶ πόλις ὁμοῦ συγκατεφλέγησαν Πολύαιν. 7. 24.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. συγκατεφλέγην;
brûler ensemble ou avec ; Pass. être brûlé avec, τινι.
Étymologie: σύν, καταφλέγω.

Greek Monolingual

ΜΑ καταφλέγω
καίω συγχρόνως («ἐσθῆτα καὶ τὸν ἄλλον κόσμον συγκατέφλεξαν», Λουκιαν.).

Greek Monolingual

ΜΑ καταφλέγω
καίω συγχρόνως («ἐσθῆτα καὶ τὸν ἄλλον κόσμον συγκατέφλεξαν», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

συγκαταφλέγω: μέλ. -ξω, κατακαίω από κοινού με κάποιον ή μαζί, σε Λουκ.