στενόω: Difference between revisions

From LSJ

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />resserrer, rétrécir.<br />'''Étymologie:''' [[στενός]].
|btext=-ῶ :<br />resserrer, rétrécir.<br />'''Étymologie:''' [[στενός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στενόω:''' Ιων. [[στεινόω]], κάνω [[κάτι]] στενό, [[στενεύω]], [[περιορίζω]], [[συμμαζεύω]]· στην Παθ., σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενόω Medium diacritics: στενόω Low diacritics: στενόω Capitals: ΣΤΕΝΟΩ
Transliteration A: stenóō Transliteration B: stenoō Transliteration C: stenoo Beta Code: steno/w

English (LSJ)

Ion. στεινόω,

   A straiten, confine, contract, αὐτήν (the trachea) Gal.18(2).949; τὴν γαστέρα Lib.Decl.31.20; = angusto, Dosith.p.435K.:—mostly in Pass., ἐς στενώτερον ἐστενωμέναι (prob. f.l. for συνηγμέναι) Hp.VM22; ὄρη τὰς διεξόδους ἐστένωται have their outlets narrow, Hdn.8.1.6; στεινούμενον αὐλαῖς . . ἄλσος, sc. by comparison, AP9.656.13; cf. στεγνόω 11.2: metaph., to be in difficulty, τοῖς στιχουργήμασι Sch.Lyc.324.

German (Pape)

[Seite 936] ion. στεινόω, verengen, eng machen, Liban.

Greek (Liddell-Scott)

στενόω: Ἰωνικ. στεινόω, στενὸν ποιῶ, περιορίζω, συστέλλω, στενώτερον Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· τὰς διεξόδους ἐστένωται, ἔχει στενὰς ἐξόδους, Ἡρῳδ. 8. 1· στεινούμενον αὐλαῖς .. ἄλσος Ἀνθ. Π. 9. 656, 13· - μεταφορ., εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίᾳ ἢ δυσχερείᾳ, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
resserrer, rétrécir.
Étymologie: στενός.

Greek Monotonic

στενόω: Ιων. στεινόω, κάνω κάτι στενό, στενεύω, περιορίζω, συμμαζεύω· στην Παθ., σε Ανθ.