συμπλώω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(39)
(6)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[συμπλέω]].
|mltxt=Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[συμπλέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπλώω:''' Ιων. αντί [[συμπλέω]].
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 988] ep. u. ion. statt συμπλέω.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλώω: Ἰων. ἀντὶ συμπλέω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συμπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.

Greek Monotonic

συμπλώω: Ιων. αντί συμπλέω.