συμμάρτυς: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
(39)
(6)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μάρτυρας]] που καταθέτει τα [[ίδια]] με άλλον μάρτυρα<br /><b>2.</b> αυτός που υφίσταται τα [[ίδια]] μαρτύρια με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]] «αυτός που δίνει [[μαρτυρία]] ή [[πληροφορία]], αυτός που υπέστη μαρτύρια»].
|mltxt=-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μάρτυρας]] που καταθέτει τα [[ίδια]] με άλλον μάρτυρα<br /><b>2.</b> αυτός που υφίσταται τα [[ίδια]] μαρτύρια με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]] «αυτός που δίνει [[μαρτυρία]] ή [[πληροφορία]], αυτός που υπέστη μαρτύρια»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμμάρτῠς:''' -ῠρος, ὁ, ἡ, αυτός που καταθέτει ως [[μάρτυρας]] από κοινού με κάποιον, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

συμμάρτῠς: -ῠρος, ὁ, ἡ, ὁ συμμαρτυρῶν, Σοφοκλ. Ἀντ. 864· τινός, ὁ ὁμοῦ μαρτυρῶν τί, Πλάτ. Φίληβ. 12Β, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγραφ. 3194.

Greek Monolingual

-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. μάρτυρας που καταθέτει τα ίδια με άλλον μάρτυρα
2. αυτός που υφίσταται τα ίδια μαρτύρια με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μάρτυς «αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία, αυτός που υπέστη μαρτύρια»].

Greek Monolingual

-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. μάρτυρας που καταθέτει τα ίδια με άλλον μάρτυρα
2. αυτός που υφίσταται τα ίδια μαρτύρια με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μάρτυς «αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία, αυτός που υπέστη μαρτύρια»].

Greek Monotonic

συμμάρτῠς: -ῠρος, ὁ, ἡ, αυτός που καταθέτει ως μάρτυρας από κοινού με κάποιον, σε Σοφ.