ταινιόω: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />ceindre de bandelettes, orner de rubans.<br />'''Étymologie:''' [[ταινία]].
|btext=-ῶ :<br />ceindre de bandelettes, orner de rubans.<br />'''Étymologie:''' [[ταινία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ταινιόω:''' μέλ. <i>ταινιώσω</i> ([[ταινία]]), [[δένω]] με κεφαλόδεσμο, όπως του νικητή, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., στέφομαι, στεφανώνομαι, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταινιόω Medium diacritics: ταινιόω Low diacritics: ταινιόω Capitals: ΤΑΙΝΙΟΩ
Transliteration A: tainióō Transliteration B: tainioō Transliteration C: tainioo Beta Code: tainio/w

English (LSJ)

   A bind with a headband, esp. as a conqueror, Th.4.121, X. HG5.1.3:—Pass., to be crowned, Ar.Ra.395, D.S.17.101: metaph., D.C.39.25; ὀμφαλὸς τεταινιωμένος Str.9.3.6:—Med., wear a headband, Ar.Ec.1032.

German (Pape)

[Seite 1063] mit einem Bande, einer Binde binden, bes. mit einer Kopfbinde schmücken; Ar. Ran. 393, im me, l., ταινιώσασθαι, Eccl. 1032; Thuc. 4, 121; Xen. Hell. 5, l, 3, neben στεφανόω, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ταινιόω: δένω διὰ ταινίας ἢ περιδένω, περιστέφω τὴν κεφαλήν τινος, μάλιστα νικητοῦ, Θουκ. 4. 121, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 3· ἐν τῷ παθ., στέφομαι, στεφανοῦμαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 393, Διόδ. 17. 101. - Μέσ., φέρω ταινίαν περὶ τὴν κεφαλήν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1032.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ceindre de bandelettes, orner de rubans.
Étymologie: ταινία.

Greek Monotonic

ταινιόω: μέλ. ταινιώσω (ταινία), δένω με κεφαλόδεσμο, όπως του νικητή, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., στέφομαι, στεφανώνομαι, σε Αριστοφ.