τεταγμένως: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[τεταγμένος]].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[τεταγμένος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεταγμένως:''' επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[τάσσω]], με τακτικό τρόπο, με [[τάξη]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεταγμένως Medium diacritics: τεταγμένως Low diacritics: τεταγμένως Capitals: ΤΕΤΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: tetagménōs Transliteration B: tetagmenōs Transliteration C: tetagmenos Beta Code: tetagme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of τάσσω,

   A in orderly manner, regularly, ποιεῖν τι X.Oec.8.3; ἄρχεσθαι Pl.Lg.700d; πολιτεύεσθαι Isoc.8.49; παραθεῖναι κἀφελεῖν Sosip.1.48.    2 Math. in Conics, ordinate-wise, κατάγειν, ἀνάγειν, hence ἡ τεταγμένως the ordinate, Apollon.Perg.Con. 1 Def.4, al., cf. Archim.Aequil.2.

German (Pape)

[Seite 1096] adv. part. perf. pass. von τάσσω, geordnet, regelmäßig, Plat. Legg. III, 700 c; zur gehörigen Zeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τεταγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ τάσσω, κατὰ τρόπον τακτικόν, κανονικῶς, ἐν τάξει, ποιεῖν τι Ξεν. Οἰκ. 8, 3· ἄρχεσθαι Πλάτ. Νόμ. 700C· πολιτεύεσθαι Ἰσοκρ. 169C.

French (Bailly abrégé)

adv.
en ordre, régulièrement.
Étymologie: part. pf. Pass. de τάσσω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. τεταγμένος.

Greek Monotonic

τεταγμένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του τάσσω, με τακτικό τρόπο, με τάξη, σε Ξεν.