τετρώροφος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[τετραώροφος]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[τετραώροφος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετρώροφος:''' -ον ([[ὀροφή]]), αυτός που αποτελείται από [[τέσσερις]] ορόφους, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρώροφος Medium diacritics: τετρώροφος Low diacritics: τετρώροφος Capitals: ΤΕΤΡΩΡΟΦΟΣ
Transliteration A: tetrṓrophos Transliteration B: tetrōrophos Transliteration C: tetrorofos Beta Code: tetrw/rofos

English (LSJ)

ον,

   A of four stories, Hdt.1.180 (v.l. for -οροφ-), Ph.2.143, App.Pun.95.

German (Pape)

[Seite 1100] von vier Stockwerken, Her. 1, 180.

Greek (Liddell-Scott)

τετρώροφος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀροφῶν ἀποτελούμενος, τετράστεγος, μὲ τέσσαρα πατώματα, Ἡρόδ. 1. 180.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre étages.
Étymologie: τέτταρες, ὄροφος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. τετραώροφος.

Greek Monotonic

τετρώροφος: -ον (ὀροφή), αυτός που αποτελείται από τέσσερις ορόφους, σε Ηρόδ.