ταλασιουργικός: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ταλασιουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ταλασιουργία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ταλασιουργική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[ταλασιουργία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ταλασιουργικῶς</i> Α<br />με [[επεξεργασία]] μαλλιού.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ταλασιουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ταλασιουργία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ταλασιουργική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[ταλασιουργία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ταλασιουργικῶς</i> Α<br />με [[επεξεργασία]] μαλλιού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλᾰσιουργικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει στο [[κλώσιμο]] μαλλιού, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰσιουργικός Medium diacritics: ταλασιουργικός Low diacritics: ταλασιουργικός Capitals: ΤΑΛΑΣΙΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: talasiourgikós Transliteration B: talasiourgikos Transliteration C: talasiourgikos Beta Code: talasiourgiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for wool-spinning, ὄργανα X.Oec. 9.7, cf. Pl.Plt.282c; ἡ -κή (sc. τέχνη), = foreg., ib.a.

German (Pape)

[Seite 1065] ή, όν, zum Wollespinner, zum Wollespinnen gehörig, geschickt; τέχνη, Plat. Polit. 282 a, Xen. Oec. 9, 7. 9, οἶκος, Poll. 1, 80.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰσιουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ταλασιουργίαν, ὄργανα, σκεύη Ξεν. Οἰκ. 9, 7, Πλάτ. Πολιτικ. 282C· ἡ ταλασιουργικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = τῷ προηγ., αὐτόθι Α, Β. - Ἐπίρρ. ταλασιουργικῶς, «ὥσπερ καὶ ἐριουργικῶς καὶ ταλασιουργικῶς» Πολυδ. Ζ΄, 34 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’art de travailler la laine.
Étymologie: ταλασιουργός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ταλασιουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταλασιουργία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ταλασιουργική
(ενν. τέχνη) η ταλασιουργία.
επίρρ...
ταλασιουργικῶς Α
με επεξεργασία μαλλιού.

Greek Monotonic

τᾰλᾰσιουργικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στο κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν.